- αλέστα
- επίρρ.1. σε προσοχή! έτοιμος!2. γρήγορα, σβέλτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. allalesta «γρήγορα».ΠΑΡ. νεοελλ. αλέστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέστα — (λ. ιταλ.), επίρρ. τροπ., σε ετοιμότητα, γρήγορα: Με θέλει να είμαι πάντα αλέστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλέστος — η, ο 1. πρόθυμος, έτοιμος 2. γρήγορος, σβέλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλέστα ΠΑΡ. νεοελλ. αλεστοσύνη] … Dictionary of Greek
αλεστάρω — στέκομαι αλέστα, ετοιμάζομαι, προθυμοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. allestare «προετοιμάζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek